- φιλεργατικός
- -ή, -ό, Ναυτός που χαρακτηρίζεται από αγάπη για την εργασία ή τους εργάτες («φιλεργατική πολιτική»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + εργάτης + κατάλ. -ικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλεργατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τους εργάτες, αυτός που είναι φίλος της εργατικής τάξης: Η κυβέρνηση ασκεί φιλεργατική πολιτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)